- ανθρωποειδές
- anthropoïde
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ανθρωποειδές — (anthropoides). Γένος γερανομόρφων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Ζουν σε όλο τον κόσμο εκτός από τη Νότια Αμερική. Φτάνουν σε ύψος το 1 μ., ενώ οι φτερούγες τους έχουν άνοιγμα περίπου 1,20 μ. Το πιο γνωστό είδος είναι ο γερανός της… … Dictionary of Greek
ἀνθρωποειδές — ἀνθρωποειδής like a man masc/fem voc sg ἀνθρωποειδής like a man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγαντοπίθηκος — (gigantopithecus blackii). Απολιθωμένος ανθρωποειδής πίθηκος της Ασίας, που χρονολογείται από το πλειστόκαινο. Ελάχιστα λείψανά του έχουν βρεθεί, κυρίως τρία δόντια (τραπεζίτες) που ανακάλυψε ο ανθρωπολόγος φον Κένιχσβαλντ κοντά στο Χονγκ Κονγκ… … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
ζινζάνθρωπος — (zinzanthropus). Ονομασία ανθρωποειδούς. Υπολείμματα του σκελετού του βρέθηκαν από τον Λίκι, ο οποίος αφιέρωσε 35 χρόνια σε ανασκαφές, σκάβοντας και εξετάζοντας απολιθώματα μαζί με τη σύζυγό του. Οι περισσότερες προσπάθειές τους είχαν επίκεντρο… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… … Dictionary of Greek